- πεντάφυλλος
- -η, -ο / πεντάφυλλος, -ον, ΝΑ, ουδ. και πεντέφυλλον και πεμπτάφυλλον, Α1. (για φυτό) αυτός που έχει πέντε φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.)2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάφυλλο- είδος φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* / πεντε- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. επτά-φυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.